Βέμπερ, Μαξ

Βέμπερ, Μαξ
(Max Weber, Ερφούρτη, Γερμανία 1864 – 1920). Γερμανός κοινωνιολόγος. Από τους θεμελιωτές της επιστήμης της κοινωνιολογίας, ο Β. επισήμανε την επίδραση του πολιτιστικού και πολιτικού παράγοντα στην οικονομική ανάπτυξη και στην ατομική συμπεριφορά. Ο Β. υποστήριξε μια επιστημονική προσέγγιση για την έρευνα, πλήρως απαλλαγμένη από ηθικές οριοθετήσεις και αξίες, ενώ παράλληλα τόνισε τον σημαντικό ρόλο του σκοπού και της συνείδησης στις κοινωνικές πράξεις. Υπέβαλε τη διδακτορική διατριβή του στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, το 1889, με θέμα την ιστορία των εμπορικών κοινωνιών κατά τον Μεσαίωνα. Το 1893 ανέλαβε την έδρα των οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Επηρεασμένος από την Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία, άρχισε να επεξεργάζεται τις βασικές αρχές μιας φιλελεύθερης γερμανικής πολιτικής. Την περίοδο 1918-20 συμμετείχε στην ίδρυση του Γερμανικού Δημοκρατικού Κόμματος· αρθρογραφούσε και δραστηριοποιήθηκε ενεργά στην πολιτική, ενώ συμμετείχε επίσης στην ομάδα για την επεξεργασία ενός νέου συντάγματος, διαπνεόμενου από τις αρχές του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, μιας νέας τάσης ανάμεσα στην αριστερά και τη συντηρητική πτέρυγα της γερμανικής πολιτικής σκηνής. Σε ό,τι αφορά το έργο του στην κοινωνιολογία, διαχώρισε τις κοινωνικές πράξεις με βάση τέσσερα κίνητρα: πράξεις με ορθολογικά κίνητρα και συγκεκριμένο σκοπό, αυτές που υποκινούνται από αξίες ηθικού περιεχομένου, άλλες που έχουν σκοπό τη διατήρηση της παράδοσης και πράξεις με συναισθηματικά κίνητρα. Ο Β. έδωσε έναν δικό του ορισμό για την κοινωνιολογία, χαρακτηρίζοντάς την ως την επιστήμη που στοχεύει «στην ερμηνευτική κατανόηση της κοινωνικής συμπεριφοράς, προκειμένου να εξηγήσει στη συνέχεια τα αίτια, τη διαδρομή και τα αποτελέσματά της». Τόνισε τον υποκειμενικό παράγοντα στα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας. Τέλος, προσπάθησε να ανιχνεύσει και να περιγράψει τα χαρακτηριστικά της γραφειοκρατίας και να περιγράψει τη λειτουργία της.Προειδοποίησε για την απώλεια της ατομικής ελευθερίας, εξαιτίας της αποτελεσματικής μεν αλλά υπέρ-ανεπτυγμένης και υπέρ-ορθολογικής γραφειοκρατίας, η οποία είναι αποτέλεσμα της διευρυμένης οικονομικής επένδυσης. Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του είναι Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού (1905), Οικονομία και κοινωνία (1922), Η μεθοδολογία στις κοινωνικές επιστήμες (1949), Η κοινωνιολογία στη θρησκεία (1920). Ο Β. αναμφίβολα συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε εκείνους οι οποίοι έθεσαν τις βάσεις για μια νέα επιστήμη, την κοινωνιολογία. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”